- ιστοφόρος
- ἱστοφόρος, -ον (Α)(για σκάφος) αυτός που φέρει ιστό, που φέρει κατάρτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, τροπαιο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱστοφόρος — bearing a mast masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek